Ματίνα Παπαχριστούδη στο ΠΡΙΝ του Σαββατοκύριακου
Η είδηση ήρθε από την αγορά της διαφήμισης. Η δαπάνη για την τηλεόραση «τρέχει» έως και ένα εκατομμύριο ευρώ την ημέρα! Πέρυσι η διαφημιστική δαπάνη αυξήθηκε κατά 20%, ενώ κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό έσοδο για τις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, αφού με απαίτησή τους δεν δημοσιοποιείται καμία μέτρηση αγοράς. Για το 2022 εκτιμάται αύξηση κατά 12%-15%. Για το πιθανό ύψος των εσόδων από αυτά τα ποσοστά αρκούμαστε στις δηλώσεις διαφόρων παραγόντων. Οι διαφημιστές λένε πως η τηλεόραση πήρε πέρυσι περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ, οι εκπρόσωποι των καναλιών περίπου 250.
Οι τηλεοπτικοί σταθμοί των ολιγαρχών της ενημέρωσης κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στις χαριστικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης ΝΔ από το 2020, με πρόσχημα την πανδημική κρίση. Όλο αυτό το διάστημα χαρίστηκαν ή σχεδόν μηδενίστηκαν οι οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος, ενώ παράλληλα –όπως και σε όλα τα άλλα ΜΜΕ– το κράτος ανέλαβε τις ασφαλιστικές εισφορές, τα χρέη προς ασφαλιστικούς οργανισμούς αλλά και τους μισθούς. Ειδικότερα για τη διαφήμιση, ρυθμίστηκε η έκπτωσή της από τη φορολογία επιχειρήσεων ήδη από το 2020. Ωφελημένα από την πολιτική διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού είναι όλα τα Μέσα ενημέρωσης.
Οι εφημερίδες, που παραμένουν η κύρια πηγή ενημέρωσης και δημοσιογραφικού περιεχομένου, συνεχίζουν να εκδίδονται εξαιτίας της παραπάνω επιδοματικής πολιτικής, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια. Και ακριβώς εξαιτίας της δημοσιογραφικής λειτουργίας τους, η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει πρόγραμμα ενίσχυσης με σαφείς κανόνες και όρους. Το διαδίκτυο, μετά την τηλεόραση, μετράει επίσης τα υπερκέρδη του.
Οι ιστοσελίδες που κατέχουν τα παραδοσιακά συγκροτήματα ΜΜΕ αλλά και πληθώρα νέων και πλήρως ελεγχόμενων με «πετσωμένες λίστες» χρηματοδότησης, είναι απόλυτα κερδοφόρες, τόσο οικονομικά όσο και κυρίως ιδεολογικά, καθώς εξελίσσονται σε σημαντικό ψηφιακό πυλώνα της ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης.
Κι ενώ το μιντιακό κεφάλαιο μετράει τα κέρδη του, οι εργαζόμενοι μετράνε τις απώλειές τους, οικονομικές και επαγγελματικές. Από δημοσιογράφοι έχουν μετατραπεί σε κακοπληρωμένους «χειριστές-επεξεργαστές» κειμένων.