Απολύτως βλαπτική για τον ανταγωνισμό και εν δυνάμει επικίνδυνη όχι μόνο για την πολυφωνία αλλά και για την ποιότητα της δημοσιογραφικής ενημέρωσης είναι η συγκέντρωση της διανομής Τύπου σε ένα και μοναδικό πρακτορείο, οι μέτοχοι του οποίου είναι και εκδότες. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από τη νέα έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ε.Α.), στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης κανονιστικής παρέμβασης στον χώρο της διανομής Τύπου - με βάση το άρθρο 11 του Ν. 3959/2011.
Το κείμενο 70 σελίδων με τις απόψεις της Ε.Α. για τις συνθήκες διανομής στον χώρο του Τύπου έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς, με σχόλια, θέσεις και παρατηρήσεις ώς τις 24 Απριλίου.
Αναλύοντας τη μονοπωλιακή δομή της επιμέρους αγοράς διανομής έντυπου Τύπου, δηλαδή το εξής ένα πρακτορείο διανομής «Αργος», η Ε.Α. παρουσιάζει τα προβλήματα στη λειτουργία του ανταγωνισμού, χωρίς να προχωρήσει προς το παρόν σε συστάσεις, όπως είχε κάνει στη σχετική γνωμοδότηση που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2020, η οποία συμπεριλάμβανε και δέσμη προστάσεων προς την πολιτεία. Η κεντρική άποψη της ανεξάρτητης αρχής είναι ότι «η παρούσα δομή του Πρακτορείου διανομής έντυπου Τύπου με τη συμμετοχή μετόχων εκδοτών στο μετοχικό του κεφάλαιο δημιουργεί δυνητικά κίνητρα για την πρόκληση:
Συντονισμένων αποτελεσμάτων εναρμονισμένης συμπεριφοράς και Μη συντονισμένων αποτελεσμάτων συνιστάμενων σε μονομερείς επιχειρηματικές αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να ευνοήσουν τους μετόχους-εκδότες». Με απλά λόγια, διαπιστώνει το οφθαλμοφανές, αλλά βαθιά ανησυχητικό, ότι όταν ένας μεγαλοεκδότης, π.χ. ο Βαγγέλης Μαρινάκης της Alter Ego, ελέγχει τη διανομή του Τύπου, μπορεί εύκολα να επεξεργαστεί στρατηγικές που βλάπτουν και αποκλείουν τους ανταγωνιστές του.
Τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης παρουσιάζονται στο παράρτημα ΙV, όπου μεταξύ αλλων επισημαίνεται ότι η συγκέντρωση της διανομής από το «Αργος» προσιδιάζει περισσότερο σε «φυσικό μονοπώλιο» και «μορφή διευκόλυνσης», δηλαδή ότι η ύπαρξη ενός πρακτορείου είναι πιο αποτελεσματική σε όρους κόστους από την ύπαρξη περισσότερων επιχειρήσεων. Τονίζει ωστόσο ότι ακριβώς επειδή το υψηλό κόστος της διανομής αλλά και η φθίνουσα πορεία των εντύπων καθιστά μονόδρομο για τους περισσότερους εκδότες τη συνεργασία με το «Αργος», οφείλουν να τεθούν ορια και κανόνες για να αποτραπούν στρεβλές καταστάσεις.
Ενδιαφέρον έχουν οι «θεωρίες βλάβης» που παρουσιάζονται, όπως για παράδειγμα ότι «μέσω της συμμετοχής τους στην Αργος, οι μέτοχοι εκδοτικές επιχειρήσεις (δύνανται) να έχουν πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα ανταγωνιστών τους στην αγορά κατάντη (δηλ. στη λιανική πώληση)» και να εφαρμόσουν πρακτικές που τους θέτουν σε μειονεκτική θέση.
Εξαιρετικά ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι η αύξηση της προμήθειας στην εισροή διανομής μπορεί να στοχεύει σε «στρατηγικές μείωσης της ποιότητας των ανταγωνιστών των μετόχων της Αργος στην αγορά εφημερίδων, λόγω της συμπίεσης περιθωρίου κέρδους του τύπου και ενδεχομένως την μείωση των επενδύσεων σε ποιότητα (π.χ. ερευνητική δημοσιογραφία)». Δηλαδή στραγγαλίζεις οικονομικά τους ανταγωνιστές σου, ώστε να μην μπορούν να αναπτυχθούν, με αποτέλεσμα «περισσότερα κέρδη για τους μετόχους εκδοτικές επιχειρήσεις από την αγορά διαφήμισης, λόγω της πτώσης του μεριδίου αγοράς των ανταγωνιστών τους κατάντη».
Επισημαίνεται ότι η κανονιστική παρέμβαση είναι διαφορετική από την υπόθεση που εξετάζεται για τις εμπορικές πρακτικές του Πρακτορείου Αργος, επί της οποίας η ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγτωνισμού θα συνεδριάσει στις 5 Απριλίου.