Τα εύσημα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να μοιράζουν οι καναλάρχες, και όχι μόνο μέσω των τηλεοπτικών δελτίων και των τηλεσχολιαστών τους. Ο αρχικός στόχος για είσπραξη εσόδων από τις τηλεοπτικές άδειες εξαφανίστηκε από την ελληνική πρόταση, ενώ τελικά στον νόμο που ψηφίστηκε δεν προβλέπεται και η άμεση καταβολή του ειδικού φόρου τηλεόρασης.
Το Μνημόνιο 3, ωστόσο, έχει διατάξεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τα Μέσα Ενημέρωσης και τους εργαζομένους σε αυτά. Η απελευθέρωση των απολύσεων είναι η πρώτη μεγάλη επίπτωση στα ΜΜΕ, όπως και σε όλο τον ιδιωτικό τομέα. Και για τις επιχειρήσεις Μέσων, ωστόσο, υπάρχουν μέτρα. Όσον αφορά τον Τύπο, αυξάνεται ο ΦΠΑ για το χαρτί, ενώ εξαιρούνται της ένταξης παροχής υπηρεσιών στο καθεστώς ΦΠΑ οι ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, στο παράρτημα του νόμου προβλέπεται η εξαίρεση για την παροχή «τηλεπικοινωνιακών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών» εφόσον ο παρέχων την υπηρεσία και ο λήπτης έχουν ως τόπο κατοικίας το εσωτερικό της χώρας.
Για τις επιχειρήσεις ΜΜΕ ισχύει επίσης η αύξηση του φόρου στο 28% επί των ετήσιων τζίρων και κερδών.
Επικουρικά και αγγελιόσημο
Μια άμεση επίπτωση της ψήφισης του νόμου είναι η ένταξη του Επικουρικού Ταμείου των δημοσιογράφων – υπαλλήλων του ΕΔΟΕΑΠ στο υπερ-επικουρικό ταμείο του ΕΤΕΑ. Η διάταξη είναι ρητή και δεν εξαιρεί τα μη χρηματοδοτούμενα Ταμεία, αλλά αφήνει διαφυγή μόνο για τα επαγγελματικά ταμεία. Πρακτικά αυτό σημαίνει κάθετη μείωση των επικουρικών συντάξεων για όλους τους ασφαλισμένους του ΕΔΟΕΑΠ. Το αγγελιόσημο δεν αναφέρεται, φυσικά, ονομαστικά. Στην εισηγητική έκθεση υπήρχε η αναφορά για τους φόρους υπέρ τρίτων, στο κείμενο, ωστόσο, της συμφωνίας μπήκε η πρόταση για τους «μη ανταποδοτικούς φόρους υπέρ τρίτων». Πρακτικά αυτό σημαίνει πως η κυβέρνηση, αν το θελήσει, μπορεί με τα στοιχεία που ήδη υπάρχουν στο ΕΤΑΠ – ΜΜΕ να αποδείξει πως το αγγελιόσημο είναι «ανταποδοτικός φόρος», καθώς αποτελεί εργοδοτική εισφορά.