του Χρήστου Ξανθάκη
Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι κάτι χειροπιαστό, μια νύξη είναι, μια υποψία, μια ηχώ που ίπταται στους αιθέρες. Δυο λόγια εδώ, μια φράση εκεί, ένας τίτλος παραπέρα. Ίσα ίσα να βουτάμε το δαχτυλάκι το μικρό στο νερό της μπανιέρας για να μετράμε τη θερμοκρασία. Είναι αρκετά ζεστό για να δικαιολογεί βούτα ή μήπως να περιμένουμε λίγο ακόμη να..
φουντώσει το θερμοσίφωνο;
Δυο λόγια, μια φράση, ένας τίτλος για το αν πρέπει να πάμε σε μια καινούρια εκδοχή του ελληνικού εμφυλίου ένα σήκουελ μέηντ ιν 2020. Σε μια φρέσκια έκδοση του εθνικού διχασμού, ξανά στα χαρακώματα, οι κατσαπλιάδες από τη μία μεριά, οι πατριώτες από την άλλη, κάτω απ’ τη σημαία και οι δυο, κάτω απ’ το σύμβολο, όλοι για την Ελλάδα του αύριο σκλαβωμένοι στο χτες…
Αυτή είναι η δουλειά του Τύπου εδώ που τα λέμε, να ψαρεύει σε θολά νερά, να στέλνει μηνύματα, το μπουκάλι με το χαρτάκι στο πέλαγος και για να δούμε αν θα φτάσουν πουθενά και αν θα τα παραλάβει κανένας. Το θυμήθηκα τώρα με το επίμαχο σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ, μου πέρασε απ’ το μυαλό τώρα που ξαναδιαβάζω το «Honourable Schoolboy» του Τζον Λε Καρέ και ξανάπεσα πάνω σ’ ένα μάλλον αξιοσημείωτο δημοσιογραφικό στιγμιότυπο στην αρχή του βιβλίου. Πώς το τρίβουν το πιπέρι δηλαδή και πώς προκύπτουν συμπεράσματα απ’ το πουθενά.
Δυο λόγια για το πως αριστερά ίσον ολοκληρωτισμός, μια φράση για το 1974 και τις επιπτώσεις του, ένας τίτλος για Τσίπρα και ειδικά δικαστήρια. Κάτσε να το μετρήσουμε ρε φίλε αν θα τσιμπήσει κανείς, αν θα αναστατωθεί καμιά συνείδηση, αν θα ξεσηκωθεί καμιά σπλήνα. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να είναι ώριμες οι συνθήκες για να γυρίσουμε τούμπα όλη την ιστορία της Μεταπολίτευσης, μπορεί να έφτασε πλέον ο καιρός για να δικαιωθούν τα σταγονίδια. Και ο Ευάγγελος Αβέρωφ, φυσικά, που δεν έγινε ποτέ πρωθυπουργός, αλλά είδε απ’ τα ουράνια τους επιγόνους του να θριαμβεύουν.
Α μάλιστα, ο Αβέρωφ. Και η λογική του φωτιά και τσεκούρι, που μοιάζει να επιστρέφει ολοσούμπητη σε κάποια από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Εντάξει, δεν θα ξανανοίξουν τα ξερονήσια, αιολικά πάρκα θα τα κάνουμε αυτά, ούτε το Γεντι Κουλέ θα πάψει να είναι πολιτιστικό κέντρο. Μπορούμε ωστόσο να το γυρίσουμε το φύλλο σε κάτι που θα μοιάζει με εκείνη την αλησμόνητη «γέφυρα» που ονειρευόταν ο εκλιπών, σε εκείνη τη «δημοκτατορία» που γκρινιάζανε κάποιοι ότι μας προέκυψε μετά απ’ τη χούντα. Με Γκίκα και Μπάλκο πρώτες μούρες, να δίνουν τον τόνο του εμβατηρίου…
Κάποιες πολιτικές οικογένειες πάντως, δεν το παίξανε ποτέ το χαρτί του εμφυλίου και ίσως να είναι κι αυτός ένας από τους λόγους της μακροημέρευσής τους. Για να δούμε λοιπόν τώρα αν θα μπουν στο πειρασμό και θα κάνουν εν τέλει το βήμα ή αν απλώς γλεντάνε με τις αγωνίες μερικών μερικών. Με τα ζόρια και τα άγχη και τις ταχυπαλμίες μερικών μερικών, που φρόντισαν να δώσουν ρεσιτάλ αδεξιότητας σε καιρούς πονηρούς και πρόστυχους.