Ακολουθεί το κείμενο του Γ. Χ. Παπαγεωργίου στο politicus.gr:Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ότι τον Ιανουάριο το καλάθι αγαθών (γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή) αυξήθηκε κατά 6,2%, ποσοστό που αποτελεί ρεκόρ 25ετίας.
Ο μέσος όρος αυτός υποκρύπτει πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις σε βασικά αγαθά οι οποίες πλήττουν περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, τα οποία δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων τους για προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν ανατιμηθεί περισσότερο, όπως ηλεκτρικό, καύσιμα και τρόφιμα (φυσικό αέριο 154,8%, ηλεκτρικό ρεύμα 56,7% πετρέλαιο 36%, ελαιόλαδο 15,4%, αρνίσιο και κατσικίσιο κρέας 12,6%, ζυμαρικά 7%, γαλακτοκομικά 6,3%).
Η αύξηση των τιμών ισοδυναμεί με μείωση του πραγματικού εισοδήματος η οποία χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, όπως έδειξε και δημοσκόπηση της MARC η οποία παρουσιάστηκε από τον Αντένα. Η ακρίβεια θεωρείται το μεγαλύτερο πρόβλημα από το 47% των πολιτών, ενώ η πανδημία ακολουθεί με ποσοστό 24,2%.
Το πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι τα μέσα αντιμετώπισης του πληθωρισμού είναι αντικειμενικά περιορισμένα ενώ στη σημερινή συγκυρία τα περιθώρια στενεύουν περισσότερο.
Τα δύο τελευταία χρόνια δαπανήθηκαν περί τα 42 δισ. ευρώ για τη στήριξη της οικονομίας, αλλά τώρα η κατάσταση αντιστρέφεται καθώς η Ευρωζώνη πιέζει για μείωση των ελλειμμάτων και η κυβέρνηση επιλέγει να συγκρατήσει τις δημόσιες δαπάνες για να παρουσιάσει ένα «καλό πρόσωπο» στις διεθνείς αγορές και να επιτύχει την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Η ακρίβεια λειτουργεί διαβρωτικά για τα χαμηλά εισοδήματα και τη μεσαία τάξη και αποτελεί διεθνώς ένα από τα ζητήματα με το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος καθώς τα μέτρα αντιμετώπισης είναι λίγα, σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκή και έχουν οικονομικές παρενέργειες.
Η αναπροσαρμογή των μισθών, για παράδειγμα, οδηγει σε ανατροφοδότηση των ανατιμήσεων, καθώς προκαλεί αύξηση του κόστους και ενισχύει τη ζήτηση..
Η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο, σε συνέχεια εκείνης του 2% που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου και σύμφωνα με πληροφορίες η δεύτερη αύξηση θα είναι της τάξης τουλάχιστον του 6%.
Ωστόσο, ούτε η αύξηση αυτή θα καλύψει την πραγματική απώλεια εισοδήματος των νοικοκυριών με τα χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία αναγκάζονται να δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους για βασικά αγαθά τα οποία έχουν τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις.
Η πραγματική αύξηση του βασικού καλαθιού αγαθών υπολογίζεται γύρω στο 25%, σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν υπ΄όψιν τους και οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου.
Πολλοί οικονομολόγοι θέτουν και ζήτημα αντιπροσώπευσης του «καλαθιού» αγαθών που μετρά τον πληθωρισμό υποστηρίζοντας ότι ορισμένα αγαθά (π.χ. δαπάνες στέγασης) υποεκτιμώνται και ότι ο πραγματικός πληθωρισμός ξεπερνά το 10%.
Είναι πολύ πιθανόν άλλωστε ότι η δημόσια συζήτηση για αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού λόγω της ακρίβειας θα φέρει στο προσκήνιο και τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων οι αμοιβές των οποίων είναι καθηλωμένες για περισσότερα από δέκα χρόνια λόγω των μνημονίων, προσθέτοντας άλλο ένα αγκάθι στο πολιτικό πρόβλημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το μέτρο της μείωσης των έμμεσων φόρων, που θα μπορούσε να μειώσει την τελική τιμή στα τρόφιμα ή τα καύσιμα, απορρίφθηκε, παρότι συζητήθηκε ενδοκυβερνητικά, καθώς θα δημιουργούσε «τρύπες» στον προϋπολογισμό, την ώρα που η Ευρωζώνη υποχρεώνει σε μάζεμα των ελλειμμάτων.
Η πίεση από την Ευρώπη αυξάνεται προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα που δημιούργησαν οι δαπάνες της πανδημίας, γεγονός που επισήμανε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας με άρθρο του την περασμένη Κυριακή στην «Καθημερινή», στο οποίο υπογράμμιζε την ανάγκη να επανέλθει ο κρατικός προϋπολογισμός σε πλεονάσματα, απηχώντας πιθανώς και το «κλίμα» που επικρατεί εντός της ΕΚΤ.
Η αύξηση των επιτοκίων κάνει ακριβότερο το δανεισμό και για τους ιδιώτες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που θα δουν το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους να αυξάνεται, μεγαλώνοντας την πίεση που δημιουργεί η ακρίβεια.