Η νέα τάση στην επικοινωνία, υποβασταζόμενη από το συστημικό κέντρο των media και το οικονομικό έχων άριστες σχέσεις με την κυβέρνηση της ΝΔ στη διανομή χρήματος με κάθε τρόπο, παρουσιάστηκε στο “Greece Talks”, μια πρωτοβουλία από το “Πρώτο Θέμα” και το travel.gr. Επιλέχθηκε να προμοταριστεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο πλευρό του Γιάννη Μπέζου και διαμεσολαβητή τον Αντώνη Σρώϋτερ. Αυτό που κυρίως σχολιάστηκε είναι η εμφάνιση Γιάννη Μπέζου, αν και ο ηθοποιός-σκηνοθέτης ποτέ δεν έκρυψε την ταύτισή του με τη Νέα Δημοκρατία. Αυτό που μάλλον προκάλεσε είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βγάζει στο πλατό της επικοινωνιακής της πολιτικής εφεδρικές δυνάμεις της με στόχο να προσεγγίσει κοινό.
Αναδημοσιεύουμε το απόλυτα εύστοχο σχόλιο του Βαγγέλη Παπαδημήτριου από τη σελίδα του στο fb
Διαμεσολάβηση του Μπέζου, στο καθεστώς που καταρρέει.
Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις την πολιτική εξουσία να προσπαθεί, για άλλη μια φορά, να φτιάξει ένα ωραίο σκηνικό για να κρύψει την πραγματικότητα που ζει ο κόσμος.
Αντί να μιλήσει ανοιχτά για τη φτώχεια, τους χαμηλούς μισθούς, την ανασφάλεια στη δουλειά και τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών, διαλέγει έναν γνωστό ηθοποιό για να παίξει τον ρόλο του «μεσολαβητή» ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κοινωνία.
Κι αυτός ο ρόλος δίνεται στον Γιάννη Μπέζο.
Όχι επειδή έχει κάτι ουσιαστικό να πει για τα προβλήματα του λαού, αλλά επειδή το ύφος του ταιριάζει σε ένα καθεστώς που ψάχνει απεγνωσμένα μια “ήρεμη” εικόνα.
Έναν άνθρωπο που να προσδίδει μια ψεύτικη σοβαρότητα και πολιτισμική «ασφάλεια», την ώρα που η πραγματική ζωή των πολιτών βυθίζεται.
Η κυβέρνηση τον χρησιμοποιεί σαν καθρέφτη, λες και ο «σύγχρονος Έλληνας» είναι ένας τηλεθεατής που θέλει απλώς κουβεντούλα για τον τρόπο ζωής του, και όχι για το αν μπορεί να πληρώσει λογαριασμούς, νοίκια, γιατρούς και βασικά έξοδα.
Λες και ο κόσμος περιμένει από έναν ηθοποιό να του εξηγήσει την καθημερινότητά του.
Όμως η αλήθεια είναι απλή.
Ο Μπέζος δεν παρεμβαίνει ως καλλιτέχνης, αλλά ως διαμεσολαβητής ενός συστήματος που καταρρέει και ψάχνει σωσίβιο.
Η εξουσία θέλει να παρουσιάσει έναν «διάλογο».
Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια προσεκτικά στημένη σκηνή, όπου όλα είναι υπολογισμένα.
Το ύφος, οι λέξεις, τα θέματα.
Αντί να μιλήσουν για την ανισότητα, για το πώς διαλύεται η δημόσια υγεία, για το πώς οι εργαζόμενοι εξοντώνονται σε συνθήκες που θυμίζουν άλλες εποχές, καταφεύγουν σε αθώα θέματα, social media, ταξίδια, “σύγχρονη ζωή”.
Είναι η κλασική τακτική μιας εξουσίας που έχει χάσει την επαφή με τον κόσμο και προσπαθεί να τον κρατήσει απασχολημένο με κουβέντες που δεν θίγουν την ουσία.
Σε αυτό το σκηνικό, ο Μπέζος δίνει «κύρος».
Ο πρωθυπουργός παίρνει «ανθρώπινο προφίλ».
Και η κοινωνία;
Η κοινωνία μένει ξανά απέξω.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ότι ένας ηθοποιός δέχεται να μιλήσει με έναν πρωθυπουργό.
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση νομίζει πως αυτό αρκεί για να κρύψει την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που πιέζει όλο και περισσότερο τα λαϊκά στρώματα.
Όταν ένας ολόκληρος λαός ζει με μισθούς που δεν φτάνουν, με εργασία χωρίς δικαιώματα, με δημόσια υγεία στα όρια, με σχολεία που στενάζουν, με νοίκια που εκτοξεύονται, είναι προσβλητικό να του παρουσιάζουν μια τηλεοπτική συζήτηση ως «γέφυρα επικοινωνίας».
Είναι το τελευταίο στάδιο ενός συστήματος που έχει κουραστεί και απλώς προσποιείται ότι ακούει.
Ένα σύστημα που προτιμά να μιλάει για “ποιότητα ζωής” αντί για το πώς θα ζήσει ο κόσμος αξιοπρεπώς.
Η μεσολάβηση του Μπέζου, όσο κι αν προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως κάτι ευγενικό ή πολιτισμένο, είναι ξεκάθαρα η υποστήριξη ενός καθεστώτος που φοβάται να κοιτάξει τον λαό στα μάτια.
Γιατί ξέρει ότι η αλήθεια είναι πιο δυνατή, και στήνει παραστάσεις.
Κι όσο η κυβέρνηση στήνει τέτοια σκηνικά, τόσο περισσότερο αποκαλύπτει τον φόβο της.
Τον φόβο ότι ο κόσμος δεν τρώει πια κουτόχορτο.
Ότι δεν συγκινείται από πρόσωπα και εικόνες.
Ότι βλέπει καθαρά τη γύμνια της εξουσίας.
Η κοινωνία έχει ξεπεράσει αυτά τα κόλπα.
Ξέρει ότι αν μια κυβέρνηση είχε πραγματικό ενδιαφέρον, δεν θα κρυβόταν πίσω από έναν ηθοποιό.
Θα μιλούσε απευθείας με αυτούς που σηκώνουν την χώρα στις πλάτες τους, και θα τους άκουγε πραγματικά.
Αυτό που ζούμε δεν είναι διάλογος.
Είναι ένα καθεστώς που τρίζει, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο με ψεύτικη «οικειότητα».
Και το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει πιο φανερό το χάος που κρύβει από κάτω.