του Γιάννη Παντελάκη
Την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η δημόσια τηλεόραση της Ιταλίας (RAI) δημοσιοποίησε ένα εντυπωσιακό βίντεο. Αυτό έδειχνε πολεμικά αεροπλάνα της Ρωσίας να πετούν σε σχηματισμούς επάνω από τον ουρανό του Κιέβου. Έμοιαζε ότι θα αγγίξουν τα ψηλά κτίρια της πόλης και ο εκκωφαντικός θόρυβος σε συνδυασμό με τις σειρήνες που ακουγόντουσαν, δημιουργούσαν ένα πραγματικά εφιαλτικό σκηνικό. Οι Ρώσοι βομβαρδίζουν το Κίεβο λίγες μόλις ώρες μετά την ομιλία του Πούτιν στην κρατική τηλεόραση της Ρωσίας. Παράλληλα με την προβολή του βίντεο, ένας Ιταλός δημοσιογράφος περιέγραφε τις εικόνες με τα αεροπλάνα που προβαλλόντουσαν στην υπόλοιπη τηλεοπτική οθόνη. Η φωνή του ήταν ταραγμένη, συχνά αυτή έσπαγε. Οι θεατές έβλεπαν την εισβολή στην Ουκρανία, οι Ρώσοι είχαν ήδη φτάσει στο Κίεβο.
Εκτός από τη RAI και αρκετά ακόμα Μέσα ενημέρωσης σε διάφορες γωνιές του πλανήτη, το βίντεο με τα ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη προβλήθηκε πολλές χιλιάδες φορές, κυρίως από τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αναπαραγωγή του γινόταν με εντυπωσιακά μεγάλες ταχύτητες σε αρκετές χώρες. Συχνά χρήστες των ΜΚΔ σχολίαζαν με τον δικό τους τρόπο αυτό που έβλεπαν. Στα σχόλια υπήρχε μια κοινή συνισταμένη, ο βομβαρδισμός του Κιέβου, ήταν θέμα λίγου χρόνου, οι πρώτες βόμβες θα ισοπέδωναν την πόλη. «Είχα διαβάσει για πολέμους, είχα δεί πολεμικές ταινίες, αλλά εδώ μιλάμε για πραγματικό πόλεμο» έγραψε εντυπωσιασμένος Έλληνας χρήστης του διαδικτύου. Δεν ήταν ο μόνος, το αντίθετο, χιλιάδες χρήστες των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να σχηματίζουν απόψεις για τον πόλεμο.
Χρειάστηκαν λίγες ημέρες για να αποδειχτεί από επίσημα Μέσα ενημέρωσης με ειδίκευση τον έλεγχο της αλήθειας των γεγονότων πως το βίντεο ήταν πραγματικό. Ωστόσο δεν κατέγραφε πτήσεις επάνω από το Κίεβο. Τα αεροσκάφη ανήκαν πράγματι στην αεροπορία της Ρωσίας, ωστόσο οι πτήσεις τους είχαν πραγματοποιηθεί περίπου δυο χρόνια νωρίτερα, στις 4 Μαΐου του 2020 και ήταν ενταγμένες σε μια πρόβα παρέλασης στη Μόσχα για την «Ημέρα της νίκης» που θα ακολουθούσε πέντε εικοσιτετράωρα αργότερα.
Το βίντεο το είχαν παρακολουθήσει πολλές χιλιάδες άνθρωποι σε διαφορετικές χώρες, δεν είναι σίγουρο ότι οι ίδιοι άνθρωποι παρακολούθησαν και τον πραγματικό χρόνο στον οποίο είχε καταγραφεί, τον Μάϊο του 2020 δηλαδή, και όχι τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Πολλές έρευνες έχουν καταγράψει ότι τα fake news κυκλοφορούν με πολλαπλάσιες ταχύτητες συγκριτικά με τις πραγματικές ειδήσεις, υιοθετούνται πιο εύκολα και δεν είναι απαραίτητο πως ο αποδέκτης μιας ψεύτικης ή παραποιημένης πληροφορίας, εκτός από αυτήν, θα πληροφορηθεί αργότερα και τη διάψευσή της. Υπάρχουν αιτίες που εξηγούν ότι τα fake news είναι πιο ελκυστικά, τα προτιμούν οι περισσότεροι γιατί έχουν πιο εντυπωσιακά στοιχεία, είναι ικανά να προσελκύσουν μεγαλύτερες πληθυσμιακά ομάδες, μια τραγική είδηση ερεθίζει σε θεαματικά μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι μια απλή είδηση που δεν έχει στοιχεία δραματοποίησης.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως η RAI δεν στόχευε στην παραπληροφόρηση των τηλεθεατών της, δεν είχε σοβαρό λόγο να ρισκάρει την αξιοπιστία της, ειδικότερα για έναν τέτοιο λόγο. Και αυτή έπεσε θύμα των fake news όπως πολλά ακόμα μεγάλα Μέσα ενημέρωσης σε όλον τον κόσμο. Συνέβη και στη χώρα μας με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα το βίντεο που προβλήθηκε από μεγάλο ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό το οποίο έδειχνε «τρομαγμένους Ουκρανούς να τρέχουν προς υπόγειο σταθμό μετρό του Κιέβου για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς» παρ’ ότι το συγκεκριμένο βίντεο αφορούσε το μετρό της Ρώμης μερικά χρόνια νωρίτερα. Ανεξάρτητα αν οι ψεύτικες ειδήσεις κυκλοφορούν από σκοπιμότητες ή τα ΜΜΕ που τις διακινούν πέφτουν θύματά τους, σημασία έχει ότι είναι ικανές να διαμορφώσουν απόψεις και να επηρεάσουν συνειδήσεις.
Στους πολέμους που έχουν προηγηθεί, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η προπαγάνδα και η διακίνηση fake news δεν απουσίαζαν. Το αντίθετο. Η προπαγάνδα που συνοδεύει τους πολέμους είναι τόσο παλιά όσο και οι πόλεμοι. Στους τελευταίους πολέμους, βασικό όχημα διάδοσης των fake news ήταν τα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Στην παγκόσμια ιστορία των fake news έχει καταγραφεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ιανουάριο του 1991 ο βουτηγμένος σε πετρέλαιο κορμοράνος που πνιγόταν στα μολυσμένα νερά του Περσικού κόλπου, δείγμα της βαναυσότητας του Σαντάμ Χουσείν. Ήταν μια στημένη ιστορία. Όπως στημένη ήταν και το 2001 η ιστορία μιας «παγκόσμιας αποκλειστικότητας» ενός ελληνικού τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος ήταν ο μοναδικός στον κόσμο που απεσταλμένος του κατάφερε να μπει στο στρατηγείο των Ταλιμπάν και να μεταδώσει ρεπορτάζ. Μετά από λίγο καιρό αποδείχθηκε πως ο απεσταλμένος του σταθμού έστελνε το ρεπορτάζ του από το Πακιστάν και όχι το Αφγανιστάν.
Στον πόλεμο της Ουκρανίας, με εξαίρεση κάποια μεμονωμένα παραδείγματα (όπως αυτό της Ιταλικής RAI) οι μεγαλύτεροι διακινητές εκατοντάδων ψεύτικων ή παραποιημένων ειδήσεων είναι τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι τα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης. Τα πράγματα έχουν αλλάξει και σ’ ένα μεγάλο βαθμό έχουν πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Από την πρώτη ημέρα του πολέμου έχουν διακινηθεί από αυτά εκατοντάδες παραπλανητικές πληροφορίες και σε αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο οι πληροφορίες που διακινούνται από τις δύο επίσημες πλευρές των εμπλεκομένων στον πόλεμο, οι οποίες σ’ ένα μεγάλο βαθμό ήταν αναμενόμενες. Τα ΜΚΔ αποδεικνύονται πρωταγωνιστές αυτού του πολέμου και αυτό αποτελεί μια σχεδόν τρομακτική πραγματικότητα για τις χώρες εκείνες, όπου η πλειονότητα των πολιτών τα επιλέγει ως βασικές πηγές πληροφόρησης. Ανάμεσα στις χώρες αυτές είναι και η δική μας. Ως παρεπόμενο της σε μεγάλο βαθμό χρεωκοπίας της αξιοπιστίας των παραδοσιακών Μέσων, όπως πολλές έρευνες επιβεβαιώνουν, τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κερδίσει τον χαμένο ζωτικό χώρο.
Από τις πρώτες στιγμές του πολέμου στην Ουκρανία μεγάλα διεθνή Μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν ιστοσελίδες με αποκλειστικό περιεχόμενο τα ψέματα που διακινούνται σε αυτόν. Συχνά αποκαλύπτουν σημεία και τέρατα. Παράλληλα με τον πραγματικό πόλεμο διεξάγεται και ένας πόλεμος προπαγάνδας. Ο βομβαρδισμός μαιευτηρίου στη Μαριούπολη έγινε αντικείμενο πολλών και μεγάλων συζητήσεων. ΜΜΕ έπρεπε να καταρρίψουν τα επιχειρήματα μηχανισμών προπαγάνδας της ρωσικής πλευράς τα οποία έλεγαν ότι οι τραυματισμένοι ασθενείς που έβγαιναν από το βομβαρδισμένο νοσοκομείο ήταν ηθοποιοί και όλο το σκηνικό μια καλοστημένη ιστορία των Ουκρανών. Σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ που κατάφεραν να αποκαλύψουν την αλήθεια ήταν εκείνα που είχαν τεχνικά μέσα, ικανότητες αλλά και αρκετούς απεσταλμένους στην Ουκρανία δημοσιογράφους με εμπειρία σε πολέμους και προπαγάνδα. Το μέλλον των ΜΜΕ δείχνει πως εκτός από την παραδοσιακή αποστολή τους (την ενημέρωση δηλαδή), οφείλουν να αναζητούν σχεδόν καθημερινά την αλήθεια ανάμεσα σε εκατοντάδες πληροφορίες που διακινούνται από αναξιόπιστα ΜΜΕ ή κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.