
Τα προειδοποιητικά σημάδια υπήρχαν πριν τις εκλογές. Τον Οκτώβριο, η Washington Post ανακοίνωσε ότι δεν θα υποστηρίζει πλέον πολιτικούς υποψηφίους. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι Los Angeles Times. Αυτές όμως δεν ήταν μια στάση αρχών για την ουδετερότητα. Ήταν ο πρόλογος για τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης σχεδιάζαν να χειριστούν τη δεύτερη θητεία του Τραμπ.
Το έχουμε ξαναδεί αυτό το έργο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης εγκατέλειψαν τον ρόλο τους ως “φύλακες δημοσίου συμφέροντος”. Αντ’ αυτού έγιναν μαζορέτες στην πορεία της κυβέρνησης Μπους προς τον πόλεμο. Οι δημοσιογράφοι που αμφισβήτησαν την επίσημη αφήγηση παραγκωνίστηκαν ή απολύθηκαν. Οι New York Times δημοσίευαν περίφημα λανθασμένες ιστορίες στην πρώτη σελίδα, ενώ έθαβαν τα επικριτικά σκεπτικιστικά ρεπορτάζ. Η διαφωνία αντιμετωπίστηκε ως αντιπατριωτική.
Αυτή τη φορά ωστόσο όλα μπορεί να είναι χειρότερα. Οι δισεκατομμυριούχοι των μέσων ενημέρωσης δεν μένουν απλώς σιωπηλοί, στο παρασκήνιο – φλερτάρουν ενεργά την εύνοια του Τραμπ. Το επερχόμενο κύμα ενοποίησης των μέσων ενημέρωσης σημαίνει ότι αυτοί οι ιδιοκτήτες έχουν απόλυτο συμφέρον να κρατήσουν τον Τραμπ ευτυχισμένο. Σε τελική ανάλυση, θα χρειαστούν την έγκριση της διοίκησής του για συγχωνεύσεις, ευνοϊκές ρυθμιστικές αποφάσεις και συνεχιζόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Τα σημάδια της παράδοσης των Μέσων είναι ήδη ορατά στον τρόπο με τον οποίο πλαισιώνουν ιστορίες για τον Τραμπ. Οι τίτλοι έχουν γίνει πιο ήπιοι. Η κάλυψη των πιο ακραίων δηλώσεών του θάβεται. Οι ιστορίες σχετικά με τα σχέδιά του για αντίποινα κατά των πολιτικών εχθρών αντιμετωπίζονται ως πολιτική τζόγου και όχι ως απειλές για τη δημοκρατία.
Δεν πρόκειται μόνο για συντακτικές αποφάσεις. Είναι θέμα ιδιοκτησίας. Όταν για παράδειγμα ο Τζεφ Μπέζος που είναι ιδιοκτήτης της Washington Post, έχει ανάγκη την έγκριση της κυβέρνησης για τα διάφορα εγχειρήματα της Amazon, πόσο επιθετικά θα ερευνήσει η εφημερίδα του τη διαφθορά του Τραμπ; Όταν ο Patrick Soon-Shiong, ιδιοκτήτης των Los Angeles Times, χρειάζεται ρυθμιστική έγκριση για τις ιατρικές του εταιρείες, η εφημερίδα του θα σταθεί κριτικά ή ενάντια στις επιθέσεις Τραμπ στην επιστήμη;
Το πραγματικά ανατριχιαστικό είναι το πόσο περιττή είναι αυτή η “συνθηκολόγηση”. Ο Τραμπ δεν χρειάστηκε να απειλήσει απευθείας αυτά τα ΜΜΕ – οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες τους το πράττουν προληπτικά για να αποφύγουν την οποιαδήποτε σύγκρουση. Έμαθαν το μάθημα από τον Έλον Μασκ: Το να παίζεις καλά με τον Τραμπ μπορεί να είναι πολύ επικερδές για τους υπερπλούσιους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θυσιάζεις την ακεραιότητα του Μέσου.
Η ανεξάρτητη δημοσιογραφία δεν θα εξαφανιστεί εντελώς. Αλλά θα περιθωριοποιείται ολοένα και περισσότερο, θα πνίγεται από τα «κύρια» ΜΜΕ που έχουν αποφασίσει ότι η διατήρηση της πρόσβασης στην κυβέρνηση και η αποφυγή των συγκρούσεων είναι πιο σημαντική από το να λένε άβολες αλήθειες. Οι ιστορίες που θα πρέπει να γίνονται πρωτοσέλιδα θα υποβιβαστούν σε ειδικές δημοσιεύσεις με μικρότερη εμβέλεια.
Η πικρή ειρωνεία είναι ότι αυτή η οικειοθελής παράδοση δεν θα προστατεύσει τα ΜΜΕ από τις επιθέσεις του Τραμπ. Θα συνεχίσει να τα χρησιμοποιεί ως σάκους του μποξ για να συσπειρώσει τη βάση του, ακόμη κι όταν προσκυνάνε για να φανούν «δίκαιοι» στη διοίκησή του.
Για όσους θυμούνται τη δημοσιογραφία μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτό αισθάνεται τρομερά οικείο. Αλλά τουλάχιστον τότε, ο Τύπος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπήρχε ξαφνικά μια πρωτοφανής εθνική κρίση. Αυτή τη φορά, επιλέγουν τη συμμόρφωση έχοντας πλήρη επίγνωση ότι ανταλλάσσουν το ρόλο των ΜΜΕ ως εκφραστή δημοσίου συμφέροντος για μια θέση στο τραπέζι των δισεκατομμυριούχων.
Το ερώτημα δεν είναι αν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θα θέσουν υπόλογο τον Τραμπ στη δεύτερη θητεία του – έχουν ήδη αποφασίσει να μην προσπαθήσουν. Το ερώτημα είναι αν αρκετές ανεξάρτητες φωνές μπορούν να επιβιώσουν για να καλύψουν το κενό που αφήνουν πίσω τους.